ξέστερος

ξέστερος
-η, -ο
βλ. ξάστερος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξάστερος — και ξέστερος, η, ο 1. (για τον ουρανό) έναστρος ή ανέφελος, αίθριος 2. διαυγής, καθαρός 3. μτφ. ειλικρινής, άδολος, σαφής. επίρρ... ξάστερα και ξέστερα 1. καθαρά, σαφώς 2. χωρίς υποκρισία, ειλικρινά, ανυπόκριτα, σταράτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη… …   Dictionary of Greek

  • ξάστερος — ξάστερος, η, ο και ξέστερος, η, ο 1. ο χωρίς σύννεφα, ο έναστρος, ο αίθριος: Ξάστερος ουρανός. – Ξάστερη νύχτα. 2. καθαρός, άδολος, ανυπόκριτος, ειλικρινής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”